συμπλήρωμα

συμπλήρωμα
τό
1) добавление, дополнение; прибавление; пополнение; 2) заполнение; укомплектовывание; 3) придаток, дополнение (к чему-л.); 4) приложение (к книге)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμπλήρωμα" в других словарях:

  • συμπλήρωμα — blocking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλήρωμα — το, ΝΜΑ [συμπληρώνω] αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτι («συμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.) νεοελλ. 1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες 2 …   Dictionary of Greek

  • συμπλήρωμα — το 1. αυτό που πρέπει να προστεθεί για να συμπληρωθεί κάτι: Αφού έφαγε τη μερίδα του, ζήτησε και συμπλήρωμα για να χορτάσει. 2. το να συμπληρωθεί κάτι: Ήταν γι αυτόν δύσκολο το συμπλήρωμα ενός τόσο μεγάλου ποσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπληρώμασι — συμπλήρωμα blocking neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώματα — συμπλήρωμα blocking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώματι — συμπλήρωμα blocking neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληρώματος — συμπλήρωμα blocking neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Costas Montis — Κώστας Μόντης Born 1914 Famagusta, Cyprus Died 2004 Nicosia, Cyprus Occupation poet, novelist, playwright Costas Montis (Greek: Κώστας Μόντης, 1914–2004), was an influential and prolific Cypriot poet, novelist …   Wikipedia

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»